- περιευτίζομαι
- Απεριαυτίζομαι*. έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού περιαυτίζομαι, πιθ. κατ' επίδραση τού ἑαυτός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιευτίζεσθαι — περιευτίζομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)